καταγάλανος

καταγάλανος
-η, -ο
πολύ γαλανός: Έχει μάτια καταγάλανα

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταγάλανος — η, ο ο εντελώς γαλανός, αυτός που έχει έντονο γαλάζιο χρώμα («καταγάλανος ουρανός») …   Dictionary of Greek

  • ολογάλανος — η, ο καταγάλανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + γαλανός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”